- φυτοκοινωνιολογία
- η(βοτ.), τμήμα της βοτανικής που ασχολείται με τη μελέτη των φυτοκοινωνιών (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτοκοινωνιολογία — η, Ν οικολ. η μελέτη τής βλάστησης, η οποία περιλαμβάνει την οργάνωση, την αλληλεξάρτηση, την ανάπτυξη, τη γεωγραφική κατανομή και την ταξινόμηση τών φυτοκοινωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. phytosociology] … Dictionary of Greek
φυτογεωγραφία — Κλάδος της βιογεωγραφίας, που ασχολείται με τη μελέτη της κατανομής των φυτικών ειδών πάνω στη Γη. Πολυάριθμοι είναι οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξη ή μη, σε μια περιοχή που έχει καθοριστεί, ορισμένων φυτικών ενώσεων, αλλά δύο… … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek